- γιατρός
- Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές άλλων χωρών, εφόσον αναγνωριστεί το αντίστοιχο πτυχίο από τον αρμόδιο ελληνικό κρατικό φορέα. Η άσκηση του επαγγέλματος προϋποθέτει και την εγγραφή του γ. στον ιατρικό σύλλογο της περιοχής όπου προτίθεται να ασκήσει το επάγγελμα.
Οι συνθήκες άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος ποικίλλουν στα διάφορα κράτη, ανάλογα με την κοινωνική πολιτική που ακολουθείται στο θέμα της υγείας. Σε μερικά κράτη, η ιατρική ασκείται μόνο ως ελεύθερο επάγγελμα· σε άλλα κράτη, όμως, οι γ. παρέχουν μέρος των υπηρεσιών τους σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, ενώ παράλληλα ασκούν και ελεύθερο επάγγελμα· σε άλλες πάλι χώρες η παροχή ιατρικής περίθαλψης έχει κρατικοποιηθεί και ο γ. θεωρείται δημόσιος υπάλληλος. Οποιαδήποτε και αν είναι η κοινωνική οργάνωση του επαγγέλματος, ο γ. οφείλει να παρέχει με ηθική ακεραιότητα στον πάσχοντα την πλήρη επιστημονική του κατάρτιση. Οι κανόνες που διέπουν τη συμπεριφορά του γ. προς τον άρρωστο, τους συναδέλφους του και την κοινωνία αποτελούν την αποκαλούμενη ιατρική δεοντολογία. Οι κανόνες αυτοί ακολουθούν και σήμερα ακόμα τις αρχές του περίφημου όρκου του Ιπποκράτη, ανανεωμένοι με τις σύγχρονες ανθρωπιστικές αντιλήψεις και προσαρμοσμένοι στους νόμους που ισχύουν σήμερα. Ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της ιατρικής δεοντολογίας είναι η διαφύλαξη του επαγγελματικού απορρήτου από την πλευρά του γ., αρχή απαράβατη και απόλυτα δικαιολογημένη, εξαιτίας της λεπτότητας των θεμάτων τα οποία ενδέχεται να πληροφορηθεί ο γ. κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, του σεβασμού που οφείλεται στην προσωπικότητα του ασθενούς καθώς και η ανάγκη να εξαλειφθεί ο φόβος του ότι είναι δυνατόν να διακινδυνεύσει ποινική δίωξη αν εμπιστευτεί στον γ. ζητήματα της υγείας του.
Αρχαίο ανάγλυφο σε πεντελικό μάρμαρο που απεικονίζει τον γιατρό Ιάσονα να εξετάζει έναν νέο (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
* * *ο (θηλ. γιατρίνα και γιάτρισσα) (AM ιατρός)1. ο ειδικός στη διάγνωση και θεραπεία τών διαφόρων νόσων2. αυτός που καταπραΰνει, που ανακουφίζει τα ψυχικά πάθη3. το φυτό γέρος, δαιμοναρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι + (επίθημα) -τρός, με ανάπτυξη τού -j- μετά από συνίζηση τού συμπλέγματος ια - (πρβλ. ιατρικός-γιατρικός, ιατροσόφι -γιατροσόφι, ιατρειά-γιατρειά, ιατρεύω-γιατρεύω, ίασις-γιάση].
Dictionary of Greek. 2013.